- φαμίλια
- ηφαμελιά (βλ. λ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φαμιλία — φαμιλίᾱ , φαμιλία familia fem nom/voc/acc dual φαμιλίᾱ , φαμιλία familia fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαμιλίᾳ — φαμιλίᾱͅ , φαμιλία familia fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαμίλια — η / φαμιλία, ΝΜΑ, και φαμιλιά και φαμελιά Ν, και φαμηλία Μ οικογένεια νεοελλ. 1. (ιδίως) η πολυμελής οικογένεια 2. φρ. «πάτερ φαμίλιας» ο αρχηγός τής οικογένειας. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. familia «οικογένεια μαζί με το υπηρετικό προσωπικό»] … Dictionary of Greek
φαμιλίας — φαμιλίᾱς , φαμιλία familia fem acc pl φαμιλίᾱς , φαμιλία familia fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαμιλίαι — φαμιλίᾱͅ , φαμιλία familia fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαμιλίαν — φαμιλίᾱν , φαμιλία familia fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαμιλιῶν — φαμιλία familia fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαμελιά — φαμελιά, η και φαμέλια, η και φαμιλιά, η και φαμίλια, η (λ. λατ.), η οικογένεια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
οικία — Οικοδομή που χρησιμεύει για κατοικία. Βλ. λ. σπίτι. * * * η (ΑΜ οἰκία, Α ιων. τ. οἰκίη, κρητ. και λοκρικός τ. Fοικία) στεγασμένος χώρος ειδικά διαρρυθμισμένος για τη διαμονή τής οικογένειας, εστία τής οικογενειακής ζωής, σπίτι («οἰκίας τε… … Dictionary of Greek
πατριά — Στην εθνολογία χαρακτηρίζεται η μεγάλη πατριαρχική οικογένεια και, κατόπιν, ένας τύπος στοιχειώδους κοινωνικής οργάνωσης. Η π. (στη διεθνή ορολογία αναφέρεται συχνά με τη σκοτική λέξη clan) συγκέντρωνε όλες τις οικογένειες που έχουν μεταξύ τους… … Dictionary of Greek